- μπαρκάρισμα
- τό1) погрузка на судно; посадка на судно; 2) вербовка, набор во флот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαρκάρισμα — το 1. επιβίβαση σε πλοίο για εργασία ή για ταξίδι 2. φόρτωση εμπορευμάτων σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω: τρακάρισμα)] … Dictionary of Greek
μπαρκάρισμα — το (λ. ιταλ.), ατος, η επιβίβαση κάποιου σε πλοίο για να εργαστεί, η ναυτολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμβαρκάρισμα — το μπαρκάρισμα … Dictionary of Greek
μπάρκο — το 1. μπαρκάρισμα 2. χρηματικό ποσό για τη ναύλωση πλοίου 3. είδος τρικάταρτου ιστιοφόρου που έχει ιστία σταυρωτά, είναι ευέλικτο και ανήκει στη γενικότερη κατηγορία τού μυοδρόμωνα («και δύο τρεις μάλιστα ευρίσκοντο, το σήμερο, σε μπάρκα»,… … Dictionary of Greek